- ἐπέμιξε
- ἐπέμῑξε , ἐπιμίγνυμιaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμίγνυμι — ἐπιμίγνυμι και ἐπιμιγνύω (Α) [μίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατώνω («ἐμφύλιον αἶμα ἐπέμιξε θνητοῑς», Πίνδ.) 2. έρχομαι σε σχέσεις, επικοινωνώ («τῆς γὰρ ἐμπορίας οὐκ οὔσης οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις», Θουκ.) 3. συναντώ («ἐπεμείγνυντο τοῑς παρὰ… … Dictionary of Greek